ἀπύργωτος: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπύργωτος:''' -ον ([[πυργόω]]), αυτός που δεν έχει περιβληθεί με πύργους, [[ανοχύρωτος]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀπύργωτος:''' -ον ([[πυργόω]]), αυτός που δεν έχει περιβληθεί με πύργους, [[ανοχύρωτος]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπύργωτος:''' не имеющий башен, не укрепленный ([[Θήβη]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 17:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπύργωτος Medium diacritics: ἀπύργωτος Low diacritics: απύργωτος Capitals: ΑΠΥΡΓΩΤΟΣ
Transliteration A: apýrgōtos Transliteration B: apyrgōtos Transliteration C: apyrgotos Beta Code: a)pu/rgwtos

English (LSJ)

ον, = foreg.,

   A not girt with towers, Od.11.264.

German (Pape)

[Seite 341] ohne Mauerthürme, unbefestigt, Od. 11, 264.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπύργωτος: -ον, = τῷ προηγ., Ὀδ. Λ. 264.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non fortifié de tours.
Étymologie: ἀ, πυργόω.

English (Autenrieth)

(πύργος): unwalled, unfortified, Od. 11.264†.

Spanish (DGE)

-ον
no fortificado, no amurallado Θήβη Od.11.264, A.R.1.736, Nonn.D.5.50.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπύργωτος, -ον)
αυτός που δεν προστατεύεται από πύργους.

Greek Monotonic

ἀπύργωτος: -ον (πυργόω), αυτός που δεν έχει περιβληθεί με πύργους, ανοχύρωτος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπύργωτος: не имеющий башен, не укрепленный (Θήβη Hom.).