ἀστεροπητής: Difference between revisions
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀστεροπητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που αστράφτει, λέγεται για τον [[Δία]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἀστεροπητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που αστράφτει, λέγεται για τον [[Δία]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀστεροπητής:''' οῦ ὁ молниеметатель, громовержец (эпитет Зевса) Hom., Hes., Soph., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:24, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A lightener, of Zeus, Il.1.580, Hes.Th.390, S.Ph.1198 (dact.).
German (Pape)
[Seite 375] ὁ, der Blitzeschleuderer, Beiname des Zeus, ἀστεροπητής Versende Iliad. 1, 580. 609. 12, 275, ἀστεροπητῇ Versende 7, 443; Soph. Phil. 1183; voc. ἀστεροπητά Luc. Tim. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστεροπητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀστράπτων, ἐπὶ τοῦ Διός, Ἰλ. Α. 580, Ἡσ. Θ. 390· οὕτω καὶ παρὰ Σοφ. Φ. 1198, ἐν δακτυλικῷ στίχῳ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui lance des éclairs.
Étymologie: ἀστεροπή.
English (Autenrieth)
god of the lightning, epith. of Zeus. (Il.)
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
lanzador de relámpagos de Zeus Il.1.580, 609, Hes.Th.390, S.Ph.1198, Orac.Sib.2.16.
Greek Monolingual
ἀστεροπητής, ο (Α) αστεροπή
(για τον Δία) αυτός που αστράφτει.
Greek Monotonic
ἀστεροπητής: -οῦ, ὁ, αυτός που αστράφτει, λέγεται για τον Δία, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀστεροπητής: οῦ ὁ молниеметатель, громовержец (эпитет Зевса) Hom., Hes., Soph., Luc.