ἀτίετος: Difference between revisions
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀτίετος:''' -ον ([[τίω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν τιμήθηκε, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν τιμά ή δεν σέβεται, <i>τινος</i>, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀτίετος:''' -ον ([[τίω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν τιμήθηκε, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν τιμά ή δεν σέβεται, <i>τινος</i>, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀτίετος:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> непочитаемый, неуважаемый Aesch.;<br /><b class="num">2)</b> неуважающий, презирающий (τινος Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:24, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], ον, (τίω)
A unhonoured, A.Eu.385, 839 (both lyr.). II Act., not honouring or regarding, φίλων E.Ion 701 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 386] 1) ungeehrt, Aesch. Eum. 363 u. öfter. – 2) nicht ehrend, verachtend, φίλων, die Freunde, Eur. Ion. 700.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτίετος: [ᾰ], -ον, (τίω) μὴ τιμηθείς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 385, 839. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ τιμῶν τι, τινος Εὐρ. Ἴων 700.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non honoré.
Étymologie: ἀ, τίω.
Spanish (DGE)
-ον
1 no honrado, que no recibe honores ἀτίετα ... λάχη de las prerrogativas de las Erinis, A.Eu.385.
2 no honroso μύσος A.Eu.839, 872, cf. Supp.853 (text. dud.).
3 c. gen. que no honra como debe, que desdeña πόσις δ' ἀ. φίλων E.Io 701.
Greek Monolingual
ἀτίετος, -ον (Α)
1. παθ. αυτός που δεν τον τιμά κανείς, περιφρονημένος
2. εκείνος που δεν τιμά, που περιφρονεί κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τίω «απονέμω σε κάποιον τιμή». Ο τ. σχηματίστηκε ανωμάλως κατ' αντιδιαστολή προς το άτιτος].
Greek Monotonic
ἀτίετος: -ον (τίω)·
I. αυτός που δεν τιμήθηκε, σε Αισχύλ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν τιμά ή δεν σέβεται, τινος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀτίετος: (ῑ)
1) непочитаемый, неуважаемый Aesch.;
2) неуважающий, презирающий (τινος Eur.).