ἀττικισμός: Difference between revisions
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
(6) |
(1b) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἀττικισμός]]) [[αττικίζω]]<br />[[τάση]] για [[μίμηση]] της γλώσσας των κλασικών έργων της αττικής λογοτεχνικής παραγωγής, [[επιδίωξη]] της αττικής ορθοέπειας<br /><b>αρχ.</b><br />[[σύμπραξη]] με τους Αθηναίους. | |mltxt=ο (AM [[ἀττικισμός]]) [[αττικίζω]]<br />[[τάση]] για [[μίμηση]] της γλώσσας των κλασικών έργων της αττικής λογοτεχνικής παραγωγής, [[επιδίωξη]] της αττικής ορθοέπειας<br /><b>αρχ.</b><br />[[σύμπραξη]] με τους Αθηναίους. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀττῐκισμός:''' ὁ<b class="num">1)</b> приверженность к афинской партии Thuc.;<br /><b class="num">2)</b> Cic., Quint. = [[ἀττίκισις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:28, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 390] ὁ, 1) Anhänglichkeit an Athen, Thuc. 3, 64. 4, 133. – 2) attische Mundart, attischer Ausdruck, Gramm.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 attachement au parti des Athéniens;
2 emploi de la langue attique, atticisme.
Étymologie: ἀττικίζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 adhesión al partido de los atenienses op. μηδισμός Th.3.64, cf. IG 22.33.6 (IV a.C.).
2 lingüíst. aticismo, estilo ático καὶ ἐπῄνεις αὐτῆς τὸν ἐπιχώριον ἀττικισμόν Alciphr.4.19.1, ποίησον ἀντὶ τοῦ ποιήσεις· ἐστὶ δὲ Ἀττικισμός Sch.S.OT 543P., cf. Cic.Att.931, Gal.12.971.
Greek Monolingual
ο (AM ἀττικισμός) αττικίζω
τάση για μίμηση της γλώσσας των κλασικών έργων της αττικής λογοτεχνικής παραγωγής, επιδίωξη της αττικής ορθοέπειας
αρχ.
σύμπραξη με τους Αθηναίους.
Russian (Dvoretsky)
ἀττῐκισμός: ὁ1) приверженность к афинской партии Thuc.;
2) Cic., Quint. = ἀττίκισις.