ἄσπασμα: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄσπασμα:''' -ατος, τό ([[ἀσπάζομαι]]), [[χαιρετισμός]], [[ιδίως]] σε πληθ., εναγκαλισμοί, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἄσπασμα:''' -ατος, τό ([[ἀσπάζομαι]]), [[χαιρετισμός]], [[ιδίως]] σε πληθ., εναγκαλισμοί, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄσπασμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> радушное приветствие Anth.;<br /><b class="num">2)</b> pl. объятья, ласки Eur., Luc.;<br /><b class="num">3)</b> предмет любви (ἥδιστον ἄ. καὶ [[θέαμα]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 17:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσπασμα Medium diacritics: ἄσπασμα Low diacritics: άσπασμα Capitals: ΑΣΠΑΣΜΑ
Transliteration A: áspasma Transliteration B: aspasma Transliteration C: aspasma Beta Code: a)/spasma

English (LSJ)

ατος, τό, = sq., esp. in pl.,

   A embraces, E.Hec.829, Ph.2.77, Artem.1.10, etc.    II thing embraced, dear one, Plu.2.608e.

German (Pape)

[Seite 373] τό, Umarmung, Liebkosung, Eur. Hec. 829 u. öfter; Gruß, Crinag. 27 (IX, 562); – das Umarmte, der geliebte Gegenstand, Plut. cons. ad ux. 3.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 τὰ ἀσπάσματα embrassements;
2 objet aimé.
Étymologie: ἀσπάζομαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1plu. abrazos, caricias, besos φίλας ἡδονὰς ἀσπασμάτων ἔχω E.El.596, τῶν ἐν εὐνῇ φιλτάτων ἀσπασμάτων E.Hec.829, cf. Tr.1187, IT 376, Ph.2.77, Luc.Am.53, Ach.Tat.5.8.3.
2 sg. amado, objeto del amor πάντων ἥδιστον ἡμῖν ἄ. καὶ θέαμα καὶ ἄκουσμα Plu.2.608e.
II plu. saludo ψιττακὸς ... αἰεὶ δ' ἐκμελετῶν ἀσπάσμασι Καίσαρα κλεινόν AP 9.562.3 (Crin.).

Greek Monolingual

ἄσπασμα, το (Α) ασπάζομαι
1. το αγκάλιασμα, το χάδι
2. το αγαπητό πράγμα, το πολύτιμο.

Greek Monotonic

ἄσπασμα: -ατος, τό (ἀσπάζομαι), χαιρετισμός, ιδίως σε πληθ., εναγκαλισμοί, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄσπασμα: ατος τό1) радушное приветствие Anth.;
2) pl. объятья, ласки Eur., Luc.;
3) предмет любви (ἥδιστον ἄ. καὶ θέαμα Plut.).