Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀφροδισιακός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(7)
(1b)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀφροδισιακός]], -ή, -όν) [[αφροδίσιος]]<br /><b>1.</b> (για διάφορες ουσίες και φάρμακα) [[διεγερτικός]], αυτός που προκαλεί γενετήσια [[επιθυμία]] και υποβοηθεί την [[εκτέλεση]] της σεξουαλικής πράξης<br /><b>2.</b> «[[ἀφροδισιακός]] [[λίθος]]» — [[είδος]] πολύτιμου λίθου για τον οποίο πίστευαν στην [[αρχαιότητα]] ότι έχει διεγερτικές ιδιότητες.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀφροδισιακός]], -ή, -όν) [[αφροδίσιος]]<br /><b>1.</b> (για διάφορες ουσίες και φάρμακα) [[διεγερτικός]], αυτός που προκαλεί γενετήσια [[επιθυμία]] και υποβοηθεί την [[εκτέλεση]] της σεξουαλικής πράξης<br /><b>2.</b> «[[ἀφροδισιακός]] [[λίθος]]» — [[είδος]] πολύτιμου λίθου για τον οποίο πίστευαν στην [[αρχαιότητα]] ότι έχει διεγερτικές ιδιότητες.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφροδῑσιᾰκός:''' любовный ([[ἡδονή]] Diod.).
}}
}}

Revision as of 17:36, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 415] zum Liebesgenuß gehörig, ἡδοναί Diod. Sic. 2, 23; λίθος, ein Edelstein, Plin. H. N. 37, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφροδῑσιακός: -ή, -όν, εἰς τὰ ἀφροδίσια, τὰς σαρκικὰς ἡδονὰς ἀνήκων, τέρψεις Διόδ. 2. 23.

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Alolema(s): lat. aphrodisiacus Plin.HN 37.148
1 venéreo, sexual, erótico τέρψεις D.S.2.23, ἡδοναί D.S.4.4, σχῆμα Hsch.s.u. σκύλαξ
neutr. plu. subst. τὰ ἀφροδισιακά impulsos sexuales ἵνα ... τὰ ἀφροδισιακὰ ἑαυτῆς ἐκτελέσῃ ἡ δεῖνα μετ' ἐμοῦ PMag.4.404.
2 dud. afrodisíaco ἐλαίδιο(ν) ἀφροδισιακόν POxy.1293.33 (II d.C.) en BL 6.101, cf. POxy.1293.5, 39.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀφροδισιακός, -ή, -όν) αφροδίσιος
1. (για διάφορες ουσίες και φάρμακα) διεγερτικός, αυτός που προκαλεί γενετήσια επιθυμία και υποβοηθεί την εκτέλεση της σεξουαλικής πράξης
2. «ἀφροδισιακός λίθος» — είδος πολύτιμου λίθου για τον οποίο πίστευαν στην αρχαιότητα ότι έχει διεγερτικές ιδιότητες.

Russian (Dvoretsky)

ἀφροδῑσιᾰκός: любовный (ἡδονή Diod.).