ἀχρωμάτιστος: Difference between revisions
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
(7) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀχρωμάτιστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει χρωματιστεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν ανήκει σε [[καμιά]] [[πολιτική]] [[παράταξη]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀχρωμάτιστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει χρωματιστεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν ανήκει σε [[καμιά]] [[πολιτική]] [[παράταξη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀχρωμάτιστος:''' бесцветный, неокрашенный (τὰ νέφη Arst.; [[σῶμα]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:36, 31 December 2018
English (LSJ)
[μᾰ], ον,
A uncoloured, Arist.Mete.371b9, 377b1, Thphr.Od.31. Adv. -τως [Lib.]Decl.30.5.
German (Pape)
[Seite 420] ungefärbt, Plut. adv. Col. 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχρωμάτιστος: -ον, ὁ μὴ κεχρωματισμένος, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1, 6., 3. 6, 1, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 31. ― Ἐπίρρ. -τως Λιβάν. 4. 1070.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no tiene color πνεῦμα ... οὐκ ὁρᾶται, διὰ τὸ ἀχρωμάτιστον εἶναι Arist.Mete.371b9, cf. 377b1, σῶμα ἀ. Epicur.Fr.[16] 4, de plantas op. κεχρωματισμένα Thphr.Od.31.
2 adv. -ως sin color ἀχρωματίστως γὰρ τὸ κάλλος ὁρᾷ παρ' ἑαυτῇ <καὶ> συμμεμόρφωται Lib.Descr.30.5.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀχρωμάτιστος, -ον)
αυτός που δεν έχει χρωματιστεί
νεοελλ.
εκείνος που δεν ανήκει σε καμιά πολιτική παράταξη.
Russian (Dvoretsky)
ἀχρωμάτιστος: бесцветный, неокрашенный (τὰ νέφη Arst.; σῶμα Plut.).