ἀχολία: Difference between revisions

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
(7)
(1b)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀχολία]]) [[άχολος]] <b>νεοελλ.</b> [[ελάττωση]] ή [[έλλειψη]] της έκκρισης χολής<br /><b>αρχ.</b><br />[[πραότητα]].
|mltxt=η (AM [[ἀχολία]]) [[άχολος]] <b>νεοελλ.</b> [[ελάττωση]] ή [[έλλειψη]] της έκκρισης χολής<br /><b>αρχ.</b><br />[[πραότητα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀχολία:''' ἡ отсутствие желчности, кротость Plut.
}}
}}

Revision as of 17:36, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 419] ἡ, Mangel an Galle, Sanftmuth, Plut. neben πρᾳότης cons. ad ux. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχολία: ἡ, ἔλλειψις χολῆς, ἀοργησία, Πλούτ. 2. 608D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
absence de bile, càd caractère doux.
Étymologie: ἄχολος.

Greek Monolingual

η (AM ἀχολία) άχολος νεοελλ. ελάττωση ή έλλειψη της έκκρισης χολής
αρχ.
πραότητα.

Russian (Dvoretsky)

ἀχολία: ἡ отсутствие желчности, кротость Plut.