βέλτατος: Difference between revisions

From LSJ

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source
(7)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ον [[βέλτατος]], -η, -ον <b>(ποιητ.)</b> (Α)<br />υπερθ. του [[αγαθός]], ο [[άριστος]], ο [[καλύτερος]] απ' όλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[βέλτερος]].
|mltxt=-η, -ον [[βέλτατος]], -η, -ον <b>(ποιητ.)</b> (Α)<br />υπερθ. του [[αγαθός]], ο [[άριστος]], ο [[καλύτερος]] απ' όλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[βέλτερος]].
}}
{{elru
|elrutext='''βέλτᾰτος:''' Aesch. = [[βέλτιστος]].
}}
}}

Revision as of 17:48, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

η, ον :
c. βέλτιστος.
Étymologie: cf. βέλτερος.

Spanish (DGE)

-η, -ον
sup. de ἀγαθός q.u., subst. τὸ β. lo mejor A.Supp.1054, ἀστῶν τῶν ἐμῶν τὰ βέλτατα A.Eu.487, στρατοῦ τὰ βέλτατα A.Fr.132c.14, v. tb. βέλτιστος.

Greek Monolingual

-η, -ον βέλτατος, -η, -ον (ποιητ.) (Α)
υπερθ. του αγαθός, ο άριστος, ο καλύτερος απ' όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βέλτερος.

Russian (Dvoretsky)

βέλτᾰτος: Aesch. = βέλτιστος.