βραδυσκελής: Difference between revisions
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βρᾰδυσκελής:''' -ές ([[σκέλος]]) = [[βραδύπους]], [[αργός]] στα πόδια, αργοκίνητος, σε Ανθ. | |lsmtext='''βρᾰδυσκελής:''' -ές ([[σκέλος]]) = [[βραδύπους]], [[αργός]] στα πόδια, αργοκίνητος, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βρᾰδυσκελής:''' медленно передвигающий ноги (Ἠφαιστος Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:55, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A slow of leg, Ἥφαιστε AP6.101 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 461] ές, langsam, schwerfüßig, Hephästus, Philip. 13 (VI, 101).
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰδυσκελής: -ές, βραδύπους, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 101.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
aux jambes lentes, à la marche lente.
Étymologie: βραδύς, σκέλος.
Spanish (DGE)
-ές
de paso lento βραδυσκελὴς Ἥφαιστε AP 6.101 (Phil.).
Greek Monolingual
βραδυσκελής, -ές (Α)
ο βραδύπους.
Greek Monotonic
βρᾰδυσκελής: -ές (σκέλος) = βραδύπους, αργός στα πόδια, αργοκίνητος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰδυσκελής: медленно передвигающий ноги (Ἠφαιστος Anth.).