βρυχητής: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βρῡχητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που ουρλιάζει, αυτός που βρυχάται, σε Ανθ. | |lsmtext='''βρῡχητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που ουρλιάζει, αυτός που βρυχάται, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βρῡχητής:''' οῦ ὁ ревущий, рычащий (зверь) Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:59, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A roaring, β. χόλος AP6.57 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 466] ὁ, der Brüllende, vom Löwen, Paul. Sil. 47 (VI, 57).
Greek (Liddell-Scott)
βρῡχητής: -οῦ, ὁ, ὁ βρυχώμενος, μουγκρίζων, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 57.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
animal qui rugit.
Étymologie: βρυχάομαι.
Greek Monotonic
βρῡχητής: -οῦ, ὁ, αυτός που ουρλιάζει, αυτός που βρυχάται, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
βρῡχητής: οῦ ὁ ревущий, рычащий (зверь) Anth.