γαυλικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γαυλικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για εμπορικό [[πλοίο]], σε Ξεν.
|lsmtext='''γαυλικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για εμπορικό [[πλοίο]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''γαυλικός:''' v. l. [[γαυλιτικός]] 3 являющийся торговым грузом или корабельный (χρήματα Xen.).
}}
}}

Revision as of 18:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαυλικός Medium diacritics: γαυλικός Low diacritics: γαυλικός Capitals: ΓΑΥΛΙΚΟΣ
Transliteration A: gaulikós Transliteration B: gaulikos Transliteration C: gavlikos Beta Code: gauliko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a γαῦλος 11, χρήματα γ. its cargo, X.An.5.8.1 (v.l. γαυλιτικά).

German (Pape)

[Seite 476] zum Kauffahrteischiff gehörig, χρήματα, Schiffsladung, Xen. An. 5, 8, 1.

Greek (Liddell-Scott)

γαυλικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς γαῦλον· -χρήματα γ., αἱ πραγματεῖαι, τὸ φορτίον, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 1· διάφ. γραφ. γαυλιτικά.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de vaisseau marchand (cargaison).
Étymologie: γαῦλος.

Spanish (DGE)

-ή, -όν de un navío de carga χρήματα X.An.5.8.1.

Greek Monolingual

γαυλικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γαύλο.

Greek Monotonic

γαυλικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για εμπορικό πλοίο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

γαυλικός: v. l. γαυλιτικός 3 являющийся торговым грузом или корабельный (χρήματα Xen.).