γύψ: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γύψ:''' γῡπός, ὁ, [[γύπας]], αρπακτικό όρνιο που ομοιάζει με τον αετό, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. αἰγύπιος.
|lsmtext='''γύψ:''' γῡπός, ὁ, [[γύπας]], αρπακτικό όρνιο που ομοιάζει με τον αετό, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. αἰγύπιος.
}}
{{elru
|elrutext='''γύψ:''' γῡπός ὁ (эп. dat. pl. [[γύπεσσι]]) коршун Hom., Arst., Plut.
}}
}}

Revision as of 18:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γύψ Medium diacritics: γύψ Low diacritics: γυψ Capitals: ΓΥΨ
Transliteration A: gýps Transliteration B: gyps Transliteration C: gyps Beta Code: gu/y

English (LSJ)

γῡπός, ὁ (ἡ only as v.l. in Porph. ap. Eus.PE3.12), Ep. dat.

   A γύπεσσι Il.11.162:—vulture, prob. including several species, 22.42, E.Tr.599, Arist.HA563a5, etc.

German (Pape)

[Seite 512] γυπός, ὁ, Geier, entstanden aus γύοψ, eigentlich = mit gebogenem Antlitz, krummschnabelig, verwandt γύης, γύαλον, γυῖον, vgl. γυρός; Hom. γῦπες Iliad. 4, 237. 16, 836. 18, 271. 22, 42 Odyss. 22, 30; γὐπεσσιν Iliad. 11, 162; γῦπε Odyss. 11, 578; – γύψ Aristoph. Av. 1181, γῦπας 891; – Aristot. Aelian. Plutarch. u. a.

Greek (Liddell-Scott)

γύψ: γῡπός, ὁ, ἁρπακτικόν τι ὅμοιον ἀετῷ, Ἰλ. Χ. 42, κ. ἀλλ.· πιθ. περιλαμβάνον διάφορα εἴδη, τὸν κοινὸν γῦπα (cinereus), τὸν γρυποειδῆ γῦπα (fulvus), καὶ ἴσως τὸν Αἰγύπτιον γῦπα (Neophron percnopterus)· πρβλ. αἰγυπιός, περκνόπτερος.

French (Bailly abrégé)

γυπός (ὁ) :
vautour, oiseau.
Étymologie: DELG rapproche de γύαλον « recourbé », pê à cause de la forme du bec ou des serres.

English (Autenrieth)

du. γῦπε, pl. nom. γῦπες, dat. γύπεσσι: vulture.

Spanish (DGE)

γῡπός, ὁ, ἡ

• Morfología: [plu. gen. γυπάων Opp.C.4.392; dat. γύπεσσι Il.11.162]
orn. buitre, Il.4.237, l.c., 16.836, 22.42, Od.11.578, 22.30, Hp.Nat.Mul.42 (cód.), E.Andr.75, Tr.600, Rh.515, Ar.Au.891, 1181, Arist.HA 563a5, Nic.Th.406, Opp.l.c., Plb.7.15.8, Plu.2.87c, 829a, LXX De.14.13, Ib.39.27, Corn.ND 21, Paus.10.28.7, Artem.1.8, Ael.NA 2.42, D.P.Au.1.5, Porph.Fig.10, Horap.1.11, Alciphr.3.23.4, como ave carroñera γῦπες ἔμψυχοι τάφοι buitres, sepulcros vivos Gorg.B 5a, prov. γυπὸς σκιά de pers. envidiosas, Hsch., Sud., θᾶττον ἂν γὺψ ἀηδόνα μιμήσαιτο de cosas imposibles, Luc.Pisc.37.

• Etimología: Quizá rel. c. γύπη, o c. γυ- de γύαλον. Dud.

Greek Monotonic

γύψ: γῡπός, ὁ, γύπας, αρπακτικό όρνιο που ομοιάζει με τον αετό, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. αἰγύπιος.

Russian (Dvoretsky)

γύψ: γῡπός ὁ (эп. dat. pl. γύπεσσι) коршун Hom., Arst., Plut.