διαμικρολογέομαι: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαμῑκρολογέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[συμπεριφέρομαι]] με [[μικρότητα]], [[αντιμετωπίζω]] με [[μικροπρέπεια]], [[πρός]] τινα, σε Πλούτ. | |lsmtext='''διαμῑκρολογέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[συμπεριφέρομαι]] με [[μικρότητα]], [[αντιμετωπίζω]] με [[μικροπρέπεια]], [[πρός]] τινα, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαμικρολογέομαι:''' спорить из-за мелочей, придираться (πρός τινα περί τινος Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A deal grudgingly, πρός τινα Plu.Sol.30.
German (Pape)
[Seite 590] dep. med., sehr kleinlich sein, περί τινος πρός τινα, Plut. Sol. 30.
Greek (Liddell-Scott)
διαμῑκρολογέομαι: μικρολόγως φέρομαι, πρός τινα Πλούτ. Σόλ. 30.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
impf. 3ᵉ sg. διεμικρολογεῖτο;
opposer de petites raisons, chicaner.
Étymologie: διά, μικρολογέω.
Spanish (DGE)
conducirse con resentimiento πρὸς τὸν Πεισίστρατον Plu.Sol.30.
Greek Monotonic
διαμῑκρολογέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., συμπεριφέρομαι με μικρότητα, αντιμετωπίζω με μικροπρέπεια, πρός τινα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
διαμικρολογέομαι: спорить из-за мелочей, придираться (πρός τινα περί τινος Plut.).