διείρομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διείρομαι:''' απαρ. αορ. βʹ <i>δι-ερέσθαι</i>, [[ανακρίνω]], [[εξετάζω]] εξονυχιστικά, σε Όμηρ., Πλάτ.
|lsmtext='''διείρομαι:''' απαρ. αορ. βʹ <i>δι-ερέσθαι</i>, [[ανακρίνω]], [[εξετάζω]] εξονυχιστικά, σε Όμηρ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διείρομαι:''' <b class="num">I</b> med.-pass. к [[διείρω]].<br /><b class="num">II</b> и [[διέρομαι]] расспрашивать (τινά τι Hom.).
}}
}}

Revision as of 18:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διείρομαι Medium diacritics: διείρομαι Low diacritics: διείρομαι Capitals: ΔΙΕΙΡΟΜΑΙ
Transliteration A: dieíromai Transliteration B: dieiromai Transliteration C: dieiromai Beta Code: diei/romai

English (LSJ)

   A v. διέρομαι.

German (Pape)

[Seite 618] u. διειρύω, s. διέρομαι u. διερύω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
demander : τι, qch ; τινά τι, qch à qqn.
Étymologie: διά, εἴρομαι.
2Pass. de διείρω.

English (Autenrieth)

inquire of or question fully, τὶ, and τινά τι.

Spanish (DGE)

v. διέρομαι.

Greek Monotonic

διείρομαι: απαρ. αορ. βʹ δι-ερέσθαι, ανακρίνω, εξετάζω εξονυχιστικά, σε Όμηρ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

διείρομαι: I med.-pass. к διείρω.
II и διέρομαι расспрашивать (τινά τι Hom.).