δικόρυμβος: Difference between revisions
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δῐκόρυμβος:''' -ον, αυτός που έχει [[δύο]] άκρες, [[δύο]] κορυφές, δίκορφος, σε Λουκ. | |lsmtext='''δῐκόρυμβος:''' -ον, αυτός που έχει [[δύο]] άκρες, [[δύο]] κορυφές, δίκορφος, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δικόρυμβος:''' двувершинный ([[Παρνασσός]] Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A twin-peaked, ἕδρανα, of Parnassus, Pae.Delph.4, cf. Luc. Cont.5.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκόρυμβος: -ον, ὁ δύο ἔχων κορύμβους, δύο κορυφάς, Παρνασσὸς Λουκ. Χαρ. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à deux sommets.
Étymologie: δίς, κόρυμβος.
Spanish (DGE)
(δῐκόρυμβος) -ον
de dos picos ἕδρανα del Parnaso Pae.Delph.4, cf. Luc.Cont.5, Philostr.VA 2.3, de la figura formada por la constelación de las Hiades, Paul.Sil.Soph.849.
Greek Monolingual
δικόρυμβος, -ον (Α)
φρ. «δικόρυμβος Παρνασσός» — με τις δυο κορφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κόρυμβος «κορφή βουνού»].
Greek Monotonic
δῐκόρυμβος: -ον, αυτός που έχει δύο άκρες, δύο κορυφές, δίκορφος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
δικόρυμβος: двувершинный (Παρνασσός Luc.).