διμήτωρ: Difference between revisions
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(9) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διμήτωρ]] και [[διμάτωρ]], ο (Α)<br />επίθ. του Διονύσου, [[επειδή]] είχε δυό μητέρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήτωρ</i> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμήτωρ]], [[δυσμήτωρ]], [[μητρομήτωρ]] <b>κ.ά.</b>)]. | |mltxt=[[διμήτωρ]] και [[διμάτωρ]], ο (Α)<br />επίθ. του Διονύσου, [[επειδή]] είχε δυό μητέρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήτωρ</i> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμήτωρ]], [[δυσμήτωρ]], [[μητρομήτωρ]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διμήτωρ:''' ορος adj. m имеющий двух матерей (эпитет Диониса) Eur., Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:44, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. δῐ-μάτωρ, ορος, ὁ, ἡ,
A twice-born, of Bacchus, Alex.283, Orph.H.52.9, D.S.3.62:—also δῐ-μήτριος, Et.Gud., Hdn.Epim.265.
Greek (Liddell-Scott)
διμήτωρ: Δωρ, -μάτωρ, ορος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων δύο μητέρας, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, τὸ τοῦ Ὀβιδίου bimatris, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 13, Ὀρφ. Ὕμν. 49· ὡσαύτως, διμήτριος, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 265.
Spanish (DGE)
(δῐμήτωρ) -ορος, ὁ
• Alolema(s): dór. διμάτωρ Alex.285, Orph.H.50.1, 52.9
de dos madres, nacido dos vecesde Dioniso, Alex.l.c. (= Trag.Adesp.21), Orph.ll.cc., diversas explicaciones en D.S.3.62, 4.4.
Greek Monolingual
διμήτωρ και διμάτωρ, ο (Α)
επίθ. του Διονύσου, επειδή είχε δυό μητέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -μήτωρ < μήτηρ (πρβλ. αμήτωρ, δυσμήτωρ, μητρομήτωρ κ.ά.)].
Russian (Dvoretsky)
διμήτωρ: ορος adj. m имеющий двух матерей (эпитет Диониса) Eur., Diod.