δικαστήριον: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῐκαστήριον:''' τό ([[δικάζω]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[τόπος]] απονομής δικαιοσύνης, [[εκεί]] που γίνονται οι δίκες, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>ὑπὸ δ. ἄγειν</i>, <i>ὑπάγειν τινά</i>, σε Ηρόδ.· <i>εἰς δ. ἄγειν</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> δικαστικό [[σώμα]], δικαστές, σε Αριστοφ., Δημ.
|lsmtext='''δῐκαστήριον:''' τό ([[δικάζω]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[τόπος]] απονομής δικαιοσύνης, [[εκεί]] που γίνονται οι δίκες, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>ὑπὸ δ. ἄγειν</i>, <i>ὑπάγειν τινά</i>, σε Ηρόδ.· <i>εἰς δ. ἄγειν</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> δικαστικό [[σώμα]], δικαστές, σε Αριστοφ., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''δῐκαστήριον:''' τό<b class="num">1)</b> судилище, суд Her., Isocr., Plat., Isae., Dem., Arst. etc.;<br /><b class="num">2)</b> суд, судьи Arph., Plat., Dem. etc.
}}
}}

Revision as of 18:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκαστήριον Medium diacritics: δικαστήριον Low diacritics: δικαστήριον Capitals: ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: dikastḗrion Transliteration B: dikastērion Transliteration C: dikastirion Beta Code: dikasth/rion

English (LSJ)

τό,

   A court of justice, δ. συνάγειν Hdt.6.85; συγκλῄειν Ar.Eq.1317; ὑπὸ δ. ὑπαχθείς Hdt.6.72, cf. 104; εἰς δ. ἄγεσθαι Pl.Phdr.273b; ἀναβὰς ἐς τὸ δ. Antipho 6.21; παραδιδόναι τῷ δ. And.1.17; ἐπὶ δ. ἐλθεῖν Is.1.1; ἐπὶ τοῦ δ. Id.5.29; πρὸ τῶν δικαστηρίων κληροῦσθαι Isoc.7.54; in Egypt, office of the governor, PLips.64.24 (iv A. D.).    2 the court, i. e. the judges, Ar.V.624, Pl.Lg.880d, etc.; ἐπειδὰν ἀναστῇ τὸ δ. D.21.221.

German (Pape)

[Seite 628] τό, der Ort, wo Gericht gehalten wird, Gerichtshof, Gericht; ὑπὸ δικαστήριον ὑπάγειν Her. 6, 72, wie εἰς δ. ἄγειν, ἀναβαίνειν, ἐμπεσεῖν, Plat. Phaedr. 273 b Gorg. 486 b Rep. VIII, 558 b; ἐπὶ δ. ἐλθεῖν Is. 1, 1; τὰ δ. συγκλείειν Ar. Equ. 1314 u. A. Auch wie bei uns, Gerichtshof, für »die Richter«, αὐτοὶ οἱ δικάζοντες Th. Mag., Plat. Legg. IX, 880 c ἐὰν τὸ δ. τιμήσῃ τὴν δίκην; vgl. Ar. Vesp. 624.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκαστήριον: τό, τόπος ἐν ᾧ γίνονται δίκαι, δ. συνάγειν Ἡρόδ. 6.85· συγκλείειν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1317· -ὑπὸ δ. ἄγειν, ὑπάγειν τινὰ, Ἡρόδ. 6.72, 104· εἰς δ. ἄγειν Πλάτ. Φαίδρ. 273Β· ἀναβὰς εἰς τὰ δ. Ἀντιφῶν 143.42· παραδοῦναι τῷ δ. Ἀνδοκ. 3.27· ἐπὶ δ. ἐλθεῖν Ἰσαῖ. 35.4· πρὸ δικαστηρίου Ἰσοκρ. 150D, κτλ. 2) οἱ δικασταί, Ἀριστ. Σφ. 624, Πλάτ. Νόμ. 880D, κτλ.· ἐπειδὰν ἀναστῇ τὸ δ. Δημ. 585.9.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
tribunal.
Étymologie: δικάζω.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 tribunal como sedeεἰς δ. ... εἶμ' Ar.Ec.460, cf. Lys.6.54, Is.1.1, POxy.3759.19 (IV d.C.), εἰς δικαστήριον ἄγεσθαι Pl.Phdr.273b, Luc.Herm.30, ἀναβὰς ἐγὼ εἰς τὸ δ. Antipho 6.21, ἀπιέναι ἀπὸ τοῦ δικαστηρίου Lys.10.25, τὰ δικαστήρια συγκλείειν Ar.Eq.1317, ἐν δικαστηρίῳ καταδικασθῆναι Ph.1.289, cf. Luc.Pisc.11, Artem.2.29, καῖσαρ κατίσας (l. καθ-) ἐν τῷ δικαστηρίῳ POxy.3019.6 (III d.C.), cf. PFlor.304.6 (VI d.C.), ὅλη ἡ Βαβυλὼν δ. ἦν Charito 5.4.4
fig. τῶν αἰσθήσεων δ. Ph.1.523, τὸ ψυχῆς δ. Ph.1.471
en Egipto sede, oficina del gobernador Wilcken Chr.281.25 (IV d.C.).
2 tribunal como reunión de jueces δ. συνάγειν Hdt.6.85, ἀναστῆναι τὸ δ. D.21.221, συλλέγειν δ. ILampsakos 9.28 (II a.C.), ὑπὸ δικαστήριον ὑπαχθείς conducido ante el tribunal Hdt.7.72, cf. 6.104, παραδιδόναι ... τῷ δικαστηρίῳ And.Myst.17, ἁπαντᾶν ἐπὶ τὸ δ. Luc.Cat.13, τὰ δικαστήρια μέλλει δικάζειν Ar.Th.78, cf. V.624, οὐδ' ἄρα διδασκαλικὸς ὁ ῥήτωρ ἐστὶν δικαστηρίων Pl.Grg.455a, cf. Lg.880d, τὸ δ. τὸ ἐξ Ἀρείου πάγου Lys.1.30, ἐπὶ τοῦ δικαστηρίου ante el tribunal Is.5.29, Plb.12.8.5, IEphesos 4A.15 (III a.C.), Vett.Val.75.19, πρὸ τῶν δικαστηρίων κληροῦσθαι Isoc.7.54, ἐὰν δίχα ... γένηται τὸ δ. Arist.Pol.1318a40, αἱ ... δικαστηρίων κατασκευαί Plb.7.6.2.

Greek Monotonic

δῐκαστήριον: τό (δικάζω),·
1. τόπος απονομής δικαιοσύνης, εκεί που γίνονται οι δίκες, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· ὑπὸ δ. ἄγειν, ὑπάγειν τινά, σε Ηρόδ.· εἰς δ. ἄγειν, σε Πλάτ.
2. δικαστικό σώμα, δικαστές, σε Αριστοφ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

δῐκαστήριον: τό1) судилище, суд Her., Isocr., Plat., Isae., Dem., Arst. etc.;
2) суд, судьи Arph., Plat., Dem. etc.