δύσαρκτος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύσαρκτος:''' -ον ([[ἄρχω]]), αυτός που δύσκολα κυβερνιέται, άρχεται, σε Αισχύλ., Πλάτ.
|lsmtext='''δύσαρκτος:''' -ον ([[ἄρχω]]), αυτός που δύσκολα κυβερνιέται, άρχεται, σε Αισχύλ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δύσαρκτος:''' с трудом управляемый, непокорный, строптивый (φρένες Aesch.; ἀνὴρ εὐπραγίας ἐπιλαμβανόμενος Plut.).
}}
}}