διεξεργάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(9)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διεξεργάζομαι]] (Α) [[εξεργάζομαι]]<br /><b>1.</b> [[αποτελειώνω]], [[εκτελώ]]<br /><b>2.</b> [[διαφθείρω]], [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]].
|mltxt=[[διεξεργάζομαι]] (Α) [[εξεργάζομαι]]<br /><b>1.</b> [[αποτελειώνω]], [[εκτελώ]]<br /><b>2.</b> [[διαφθείρω]], [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διεξεργάζομαι:''' совершать: ἐλάττω κακὰ διεξεργάζοιτ᾽ ἄν Plat. (это) причинило бы меньше бед.
}}
}}

Revision as of 19:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεξεργάζομαι Medium diacritics: διεξεργάζομαι Low diacritics: διεξεργάζομαι Capitals: ΔΙΕΞΕΡΓΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: diexergázomai Transliteration B: diexergazomai Transliteration C: dieksergazomai Beta Code: diecerga/zomai

English (LSJ)

   A work out, effect, κακά Pl.Lg.798d.    II make away with, v.l.in Hdt.5.92.γ and D.H.6.35.

German (Pape)

[Seite 619] ganz vollenden, vollbringen; κακά Plat. Legg. VII, 798 d; dah. = zu Grunde richten, Dion. Hal. 6, 35.

Greek (Liddell-Scott)

διεξεργάζομαι: ἀποθ., ἐξεργάζομαι ἐντελῶς, ἀποτελειῶ, Πλάτ. Νόμ. 798D. ΙΙ. ἀφανίζω, καταστρέφω, Διον. Ἁλ. 6. 35.

Spanish (DGE)

realizar, llevar a cabo κακά Pl.Lg.798d.

Greek Monolingual

διεξεργάζομαι (Α) εξεργάζομαι
1. αποτελειώνω, εκτελώ
2. διαφθείρω, καταστρέφω, αφανίζω.

Russian (Dvoretsky)

διεξεργάζομαι: совершать: ἐλάττω κακὰ διεξεργάζοιτ᾽ ἄν Plat. (это) причинило бы меньше бед.