δύσχορτος: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύσχορτος:''' -ον, αυτός που έχει λιγοστό [[χορτάρι]], [[ανεπαρκής]] για [[τροφή]], σε Ευρ.
|lsmtext='''δύσχορτος:''' -ον, αυτός που έχει λιγοστό [[χορτάρι]], [[ανεπαρκής]] για [[τροφή]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δύσχορτος:''' не имеющий пищи, т. е. негостеприимный ([[οἶκοι]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 19:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσχορτος Medium diacritics: δύσχορτος Low diacritics: δύσχορτος Capitals: ΔΥΣΧΟΡΤΟΣ
Transliteration A: dýschortos Transliteration B: dyschortos Transliteration C: dyschortos Beta Code: du/sxortos

English (LSJ)

ον,

   A with little grass or food, δ. οἶκοι inhospitable dwellings, E.IT219 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 691] ohne Futter, unwirthlich, οἶκοι Eur. I. T. 208.

Greek (Liddell-Scott)

δύσχορτος: -ον, ὀλίγον χόρτον, ὀλίγην τροφὴν ἔχων, δ. οἶκος, κατοικία ἄξενος, Εὐρ. Ι. Τ. 219.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui manque de fourrage, stérile, pauvre.
Étymologie: δυσ-, χόρτος.

Spanish (DGE)

-ον de malos pastos δυσχόρτους οἴκους ναίω E.IT 219.

Greek Monolingual

δύσχορτος, -ον (Α)
αυτός που παρέχει λίγο χόρτο, λίγη τροφή.

Greek Monotonic

δύσχορτος: -ον, αυτός που έχει λιγοστό χορτάρι, ανεπαρκής για τροφή, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δύσχορτος: не имеющий пищи, т. е. негостеприимный (οἶκοι Eur.).