δυσχώριστος: Difference between revisions
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
(10) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[δυσχώριστος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[δυσκολοχώριστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα διακρίνεται. | |mltxt=-η, -ο (Α [[δυσχώριστος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[δυσκολοχώριστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα διακρίνεται. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσχώριστος:''' в котором трудно разобраться, запутанный (Polyb. - v. l. [[δυσχώρητος]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to separate, Gal.2.700 (Comp.); hard to distinguish, ἡ κολακεία τῆς φιλίας δ. Plu.2.51a.
German (Pape)
[Seite 691] schwer zu trennen, zu lösen, Plut. de adul. et am. discr. 5. S. δυσχώρητος.
Greek (Liddell-Scott)
δυσχώριστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶναι νὰ χωρίσῃ τις, ἀδιαχώριστος, ἀδιάλυτος, Πολύβ. 24. 1, 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à séparer, à démêler.
Étymologie: δυσ-, χωρίζω.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de abrir separando ὁ ὑμήν Gal.2.350, σώματα Gal.2.700.
2 difícil de distinguir ἡ κολακεία τῆς φιλίας ... δ. Plu.2.51a, δυσχώριστα ... τὰ τῶν ἡλικιῶν Dauid in Porph.176.13.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δυσχώριστος, -ον)
1. δυσκολοχώριστος
2. αυτός που δύσκολα διακρίνεται.
Russian (Dvoretsky)
δυσχώριστος: в котором трудно разобраться, запутанный (Polyb. - v. l. δυσχώρητος).