ἐγκωμιαστικός: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(10)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐγκωμιαστικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[εγκώμιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐγκωμιαστικόν</i><br />α) [[εγκώμιο]]<br />β) [[είδος]] ρητορικού λόγου.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐγκωμιαστικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[εγκώμιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐγκωμιαστικόν</i><br />α) [[εγκώμιο]]<br />β) [[είδος]] ρητορικού λόγου.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκωμιαστικός:''' хвалебный, похвальный ([[εἶδος]] τῶν λόγων Arst.; ἀποφάσεις Polyb.).
}}
}}

Revision as of 19:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκωμιαστικός Medium diacritics: ἐγκωμιαστικός Low diacritics: εγκωμιαστικός Capitals: ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: enkōmiastikós Transliteration B: enkōmiastikos Transliteration C: egkomiastikos Beta Code: e)gkwmiastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A panegyrical, Arist.Rh.Al.1421b9, Plb.8.11.2, Ph.2.31; -ικόν, τό, Plu.2.743d, Longin.8.3, Demetr.Eloc.120. Adv. -κῶς Poll.4.26.

German (Pape)

[Seite 712] ή, όν, zur Lobrede gehörig, lobrednerisch, ἀποφάσεις Pol. 8, 13, 2, τόπος 10, 24, 8; a. Sp.; τὸ ἐγκ., die Lobrede, die Classe der Lobreden, Plut. Symp. 9, 14, 1 und 3. – Adv., Poll. 4, 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκωμιαστικός: -ή, -όν, πανηγυρικός, ἐπαινετικός, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 4. 1, Πολύβ. 8. 13, 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
laudatif, louangeur.
Étymologie: ἐγκωμιάζω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1de pers. hábil para el encomio ἥκιστα τῶν ῥητόρων οἱ περιπαθεῖς ἐγκωμιαστικοί Longin.8.3.
2 ret. encomiástico λόγος Anaximen.Rh.1421b9, ἀποφάσεις αὐτοῦ περὶ Φιλίππου Plb.8.11.2, τόποι D.H.Rh.5.3, ἰδέα D.H.Rh.8.9, λέξις Ph.2.31, τρόποι Aristid.Quint.30.7
neutr. subst. τὸ ἐ. encomio, género encomiástico Plu.2.743d, D.L.7.43.
II adv. -ῶς de forma encomiástica, encomiásticamente Poll.4.26, ταῦτα διηγηματικῶς, οὐ ἐ. συνεγράψαμεν Thdt.H.Rel.21.35.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐγκωμιαστικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο εγκώμιο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐγκωμιαστικόν
α) εγκώμιο
β) είδος ρητορικού λόγου.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκωμιαστικός: хвалебный, похвальный (εἶδος τῶν λόγων Arst.; ἀποφάσεις Polyb.).