δρεπανίς: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(9)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[δρεπανίς]])<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] πτηνών της οικογένειας τών δρεπανιδών<br />[[είναι]] μικρό [[πτηνό]] με ποικίλα χρώματα και με [[γλώσσα]] ειδικά κατασκευασμένη να απομυζά το [[νέκταρ]] τών λουλουδιών<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] πουλιού που ονομάζεται [[έτσι]] από το [[σχήμα]] τών φτερών του, [[πετροχελίδονο]].
|mltxt=η (AM [[δρεπανίς]])<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] πτηνών της οικογένειας τών δρεπανιδών<br />[[είναι]] μικρό [[πτηνό]] με ποικίλα χρώματα και με [[γλώσσα]] ειδικά κατασκευασμένη να απομυζά το [[νέκταρ]] τών λουλουδιών<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] πουλιού που ονομάζεται [[έτσι]] από το [[σχήμα]] τών φτερών του, [[πετροχελίδονο]].
}}
{{elru
|elrutext='''δρεπᾰνίς:''' ίδος ἡ зоол. стриж ([[Cypselus]]) Arst.
}}
}}

Revision as of 19:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρεπᾰνίς Medium diacritics: δρεπανίς Low diacritics: δρεπανίς Capitals: ΔΡΕΠΑΝΙΣ
Transliteration A: drepanís Transliteration B: drepanis Transliteration C: drepanis Beta Code: drepani/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ (also δραπενίς Hsch.), a kind of

   A bird, so called from the shape of its wings, prob. the Alpine swift, Cypselus melba, Arist.HA487b27; = κεγχρίς (κέγχρος cod.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 666] ίδος, ἡ, die Erd- od. Mauerschwalbe, von ihren sichelförmigen Flügeln, Arist. H. A. 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

δρεπᾰνίς: -ίδος, ἡ, πτηνὸν οὕτω κληθὲν ἐκ τοῦ σχήματος τῶν πτερύγων αὐτοῦ, ἴσως τὸ πετροχελιδόνι (ἄπους), Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1. 22.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ

• Alolema(s): δραπανίς Hsch.
orn., cierto pájaro, prob. un tipo de vencejo, Cypselus apus o Cypselus melba Arist.HA 487b27, 29, Plin.HN 11.257, Basil.Hex.8.2, Hsch.l.c., sinón. de κεγχρίς Hsch., Simp.in Ph.470.10.

Greek Monolingual

η (AM δρεπανίς)
ζωολ. γένος πτηνών της οικογένειας τών δρεπανιδών
είναι μικρό πτηνό με ποικίλα χρώματα και με γλώσσα ειδικά κατασκευασμένη να απομυζά το νέκταρ τών λουλουδιών
αρχ.
είδος πουλιού που ονομάζεται έτσι από το σχήμα τών φτερών του, πετροχελίδονο.

Russian (Dvoretsky)

δρεπᾰνίς: ίδος ἡ зоол. стриж (Cypselus) Arst.