ἔδεσμα: Difference between revisions

From LSJ

Μακρὸς γὰρ αἰὼν συμφορὰς πολλὰς ἔχει → Mala multa secum longa ferre aetas solet → Ein langes Leben bietet Leid in großer Zahl

Menander, Monostichoi, 351
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔδεσμα:''' -ατος, τό ([[ἔδω]]), [[τροφή]], [[φαγητό]]· πληθ., «φαγώσιμα», σε Βατραχομ., Πλάτ.
|lsmtext='''ἔδεσμα:''' -ατος, τό ([[ἔδω]]), [[τροφή]], [[φαγητό]]· πληθ., «φαγώσιμα», σε Βατραχομ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔδεσμα:''' ατος τό тж. pl. еда, пища Batr., Isocr. etc.
}}
}}

Revision as of 19:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔδεσμα Medium diacritics: ἔδεσμα Low diacritics: έδεσμα Capitals: ΕΔΕΣΜΑ
Transliteration A: édesma Transliteration B: edesma Transliteration C: edesma Beta Code: e)/desma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἔδω)

   A meat, food, Pl.Ti.73a, Antiph.26.10: pl., eatables, meats, Batr.31, X.Hier.1.23, Pl.R.559b, Antiph.82.1, Porph. Abst.1.55: metaph., οὐ γὰρ ἡδύσματι χρῆται ἀλλ' ὡς ἐδέσματι τοῖς ἐπιθέτοις Arist.Rh.1406a19:—Dim. ἐδεσμάτιον, τό, Procl.ad Hes.Op.41.

German (Pape)

[Seite 715] τό, die Speise, das Essen, Plat. Tim. 73 a; Isocr. 8, 109; Antiphan. Ath. III, 127 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἔδεσμα: τό, (ἔδω), φαγητόν, τροφή, Πλάτ. Τίμ. 73Α, Ἀντιφ. ἐν «Ἁλιευομένῃ», 1. 10· πληθ., ἐδώδιμα, «φαγώσιμα», Βατραχομ. 31, Πλάτ. Πολ. 559Β: - ὑποκορ. ἐδεσμάτιον, τό, Πρόκλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 41.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
nourriture, aliment, mets.
Étymologie: ἔδω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Grafía: graf. αἴδ- Tit.Bost.Man.M.18.1153C
comida, alimento τὰ ἐδέσματα τὰ ἰώμενά ἐστι καὶ τὰ βλάπτοντα Hp.Morb.Sacr.1.23, cf. 1.12, κοῦφον ... ἔ. Hp.Aff.52, cf. Int.31, Isoc.8.109, X.Hier.1.23, Antiph.27.10, πῶμα ἔδεσμα τε Pl.Ti.73a, ἡ ... ἐδεσμάτων ἐπιθυμία Pl.R.559b, ἀπέλαυσα πολλῶν καὶ καλῶν ἐδεσμάτων Antiph.82.1, cf. Theopomp.Hist.22, Batr.(a) 31, Arist.HA 522a4, ὅμοιοι γὰρ οἱ ἄνθρωποι τοῖς οἴνοις καὶ ἐδέσμασιν Arist.EE 1238a23, πῖον ἔ. Call.Dian.148, cf. Archestr.SHell.169.5, Polem.Hist.83, Plb.38.5.7, Plu.Tim.6, Luc.Vit.Auct.19, ἡσθεῖσα τῷ ἐδέσματι I.AI 1.43, (ἰατρική) προσφέρει τόδε τὸ βοήθημα ἢ τὸ ἔ. Anon.Prol.27.59, cf. Herm.Mand.5.2.2, Vett.Val.331.22, Orac.Sib.5.469, βαπτίζετε ὑμῶν τὰ ἐδέσματα Manes 81.1, λυπροῖς αἰδέσμασι διαιτώμενοι Tit.Bost.l.c.

Greek Monolingual

το (AM ἔδεσμα)
1. φαγητό, τροφή
2. φαγώσιμα κυρίως ψημένα
μσν.
(στα μοναστήρια) προσφάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής σχηματισμός σε -μα από το θ. του αορ. ηδέσθην, παρακμ. εδήδεσμαι του έδω. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμό ενός αρχαίου ονόματος έδμα].

Greek Monotonic

ἔδεσμα: -ατος, τό (ἔδω), τροφή, φαγητό· πληθ., «φαγώσιμα», σε Βατραχομ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἔδεσμα: ατος τό тж. pl. еда, пища Batr., Isocr. etc.