ἑκατόγγυιος: Difference between revisions
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
(10) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑκατόγγυιος]], -ον (Α)<br />αυτός που αποτελείται από [[εκατό]] [[μέλη]] ή σώματα. | |mltxt=[[ἑκατόγγυιος]], -ον (Α)<br />αυτός που αποτελείται από [[εκατό]] [[μέλη]] ή σώματα. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑκατόγγυιος:''' стотелый (κορᾶν [[ἀγέλα]] Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with a hundred limbs or bodies, κορᾶν ἀγέλα ἑκατόγγυιος a band of 100 maidens, Pi.Fr.122.15.
German (Pape)
[Seite 752] aus hundert Leibern bestehend, Pind. frg. bei Ath. XIII, 573 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκᾰτόγγυιος: -ον, ὁ ἐξ ἑκατὸν μελῶν ἢ σωμάτων συνιστάμενος, κορᾶν ἑκατόγγυιος ἀγέλα, ὁμὰς ἑκατὸν κορασίων, Πινδ. Ἀποσπ. 87. 12.
English (Slater)
ἑκᾰτόγγυιος, -ον
1 hundred-bodied i. e. hundred in number (but v. van Groningen, Pindare au Banquet, 41.) φορβάδων κορᾶν ἀγέλαν ἑκατόγγυιον λτ;γτ;ενοφῶν ἐπάγαγ fr. 122. 19.
Spanish (DGE)
(ἑκᾰτόγγυιος) -ον
de cien miembros o cuerpos κορᾶν ἀγέλαν ἑκατόγγυιον ... ἐπάγαγ' Pi.Fr.122.18.
Greek Monolingual
ἑκατόγγυιος, -ον (Α)
αυτός που αποτελείται από εκατό μέλη ή σώματα.
Russian (Dvoretsky)
ἑκατόγγυιος: стотелый (κορᾶν ἀγέλα Pind.).