ἐκμάσσατο: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκμάσσατο:''' γʹ ενικ. αορ. αʹ, επινόησε ή εφηύρε, <i>τι</i>, σε Ομηρ. Ύμν.· βλ. [[μαίομαι]]. | |lsmtext='''ἐκμάσσατο:''' γʹ ενικ. αορ. αʹ, επινόησε ή εφηύρε, <i>τι</i>, σε Ομηρ. Ύμν.· βλ. [[μαίομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκμάσσατο:''' эп. 3 л. sing. aor. к *[[ἐκμαίομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 31 December 2018
English (LSJ)
3sg. aor. I, he
A devised or invented, τέχνην h.Merc. 511; cf. μαίομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμάσσατο: γ΄ ἑν. ἀορ. α΄, ἐπενόησεν ἢ ἐφεῦρε, τέχνην Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 51· πρβλ. τὴν λέξ. μαίομαι.
French (Bailly abrégé)
v. *ἐκμαίομαι.
Spanish (DGE)
v. ἐκμαίομαι.
Greek Monotonic
ἐκμάσσατο: γʹ ενικ. αορ. αʹ, επινόησε ή εφηύρε, τι, σε Ομηρ. Ύμν.· βλ. μαίομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐκμάσσατο: эп. 3 л. sing. aor. к *ἐκμαίομαι.