ἐλαιολόγος: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐλαιολόγος:''' Αττ. ἐλαο-, -ον ([[λέγω]]), αυτός που μαζεύει ελιές, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἐλαιολόγος:''' Αττ. ἐλαο-, -ον ([[λέγω]]), αυτός που μαζεύει ελιές, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐλαιολόγος:''' атт. [[ἐλαολόγος]] ὁ сборщик маслин Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 31 December 2018
English (LSJ)
Att. ἐλαολόγος, ον, (λέγω
A olive-gatherer, Ar.V.712.
German (Pape)
[Seite 788] Oliven sammelnd, erntend, Ar. Vesp. 712, richtiger ἐλαολ.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιολόγος: Ἀττ. ἐλαολόγος, ον, (συλλέγω) ὁ συνάγων ἐλαίας, Ἀριστοφ. Σφ. 712.
Greek Monolingual
ἐλαιολόγος, ο, αττ. τ. ἐλαολόγος, -ον (Α)
αυτός που μαζεύει ελιές.
Greek Monotonic
ἐλαιολόγος: Αττ. ἐλαο-, -ον (λέγω), αυτός που μαζεύει ελιές, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐλαιολόγος: атт. ἐλαολόγος ὁ сборщик маслин Arph.