ἐνισχυρίζομαι: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(12) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνισχυρίζομαι]] (Α) [[ισχυρίζομαι]]<br />στηρίζομαι, βασίζομαι, [[εμπιστεύομαι]]. | |mltxt=[[ἐνισχυρίζομαι]] (Α) [[ισχυρίζομαι]]<br />στηρίζομαι, βασίζομαι, [[εμπιστεύομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνισχῡρίζομαι:''' досл. твердо опираться, перен. рассчитывать, уповать (τῷ δικαίῳ Dem.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A rely upon, τινί D.44.8.
German (Pape)
[Seite 846] med., seine Stärke, sein Vertrauen auf Etwas setzen, τῷ δικαίῳ, Dem. 44, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνισχῡρίζομαι: μέσ., ἐρείδομαι, ἐπερείδομαί τινι, τούτῳ ἐνισχυριζόμεθα Δημ. 1082. 26.
Spanish (DGE)
basar su fuerza o derechos, hacerse fuerte en c. dat. οὐ μόνον τούτῳ ἐνισχυριζόμεθα no sólo basamos nuestros derechos en eso (el parentesco), D.44.8, τοῖς νόμοις D.44.16, cf. Sm.Ps.51.9
•abs. tener fortaleza ἐνισχυρίζου ... καὶ μὴ πτοηθῇς A.Andr.et Matt.3.
Greek Monolingual
ἐνισχυρίζομαι (Α) ισχυρίζομαι
στηρίζομαι, βασίζομαι, εμπιστεύομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐνισχῡρίζομαι: досл. твердо опираться, перен. рассчитывать, уповать (τῷ δικαίῳ Dem.).