ἐξαναστέφω: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξαναστέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[στεφανώνω]] με στεφάνια λουλουδιών, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐξαναστέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[στεφανώνω]] με στεφάνια λουλουδιών, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξαναστέφω:''' обвивать сверху донизу (θύρσον κισσῷ Eur.).
}}
}}

Revision as of 20:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαναστέφω Medium diacritics: ἐξαναστέφω Low diacritics: εξαναστέφω Capitals: ΕΞΑΝΑΣΤΕΦΩ
Transliteration A: exanastéphō Transliteration B: exanastephō Transliteration C: eksanastefo Beta Code: e)canaste/fw

English (LSJ)

strengthd. for ἀναστέφω, E.Ba.1055.

German (Pape)

[Seite 868] ganz bekränzen, Eur. Bacch. 1055.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαναστέφω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ ἀναστέφω, Εὐρ. Βάκχ. 1055.

French (Bailly abrégé)

couronner ou ceindre de nouveau.
Étymologie: ἐξ, ἀναστέφω.

Spanish (DGE)

coronar fig. θύρσον ἐκλελοιπότα κισσῷ κομήτην αὖθις ἐξανέστεφον E.Ba.1055.

Greek Monolingual

ἐξαναστέφω (Α)
στολίζω με στεφάνι, στεφανώνω («θύρσον ἐκλελοιπότα κισσῷ κομήτην αὖθις ἐξανέστεφον», Ευρ.).

Greek Monotonic

ἐξαναστέφω: μέλ. -ψω, στεφανώνω με στεφάνια λουλουδιών, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαναστέφω: обвивать сверху донизу (θύρσον κισσῷ Eur.).