ἔξηβος: Difference between revisions
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔξηβος:''' -ον ([[ἥβη]]), αυτός που έχει περάσει την εφηβική [[ηλικία]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἔξηβος:''' -ον ([[ἥβη]]), αυτός που έχει περάσει την εφηβική [[ηλικία]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔξηβος:''' ὁ вышедший из юношеского возраста, т. е. зрелый муж Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (ἥβη)
A past one's youth (acc. to Hsch., thirty-five years old), A.Th.11.
German (Pape)
[Seite 880] aus den Jünglingsjahren herausgewachsen, Aesch. Spt. 11; nach B. A. 37 gewöhnlicher ἔξωρος.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξηβος: -ον, (ἥβη) «ἔξω τῆς ἥβης· τριάκοντα πέντε ἐτῶν» Ἡσύχ.· καὶ τὸν ἐλλείποντ’ ἔτι ἥβης ἀκμαίας, καὶ τὸν ἔξηβον χρόνῳ Αἰσχύλ. Θήβ. 11.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui a dépassé l’âge des éphèbes.
Étymologie: ἐξ, ἥβη.
Greek Monolingual
ἔξηβος, -ον (Α)
αυτός που πέρασε την ηλικία του εφήβου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ηβός, πρβλ. έφ-ηβος].
Greek Monotonic
ἔξηβος: -ον (ἥβη), αυτός που έχει περάσει την εφηβική ηλικία, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἔξηβος: ὁ вышедший из юношеского возраста, т. е. зрелый муж Aesch.