ἐπακουός: Difference between revisions
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπᾰκουός:''' -όν, [[επιμελής]], με γεν., σε Ησίοδ. | |lsmtext='''ἐπᾰκουός:''' -όν, [[επιμελής]], με γεν., σε Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπᾰκουός:''' слушающий, внемлющий (τινος Hes.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 31 December 2018
English (LSJ)
όν,
A attentive to, c. gen., ἀγορῆς ἐπακουὸν ἐόντα Hes.Op. 29, cf. Call.Fr.236; cf. ἐπηκοος.
German (Pape)
[Seite 897] zuhörend; τινός, Hes. O. 29; Callim. frg. 236. Vgl. ἐπήκοος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰκουός: -όν, (ἐπακούω), ἀκροατής, ἀγορῆς ἐπακουὸν ἐόντα, ἀκροατὴν τῶν διαδικασιῶν ἐν τῇ ἀγορᾷ ἔνθα ἐγίνοντο αἱ δίκαι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 29, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 236˙ ἀλλαχοῦ ἐπήκοος.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui prête l’oreile à, qui écoute, gén..
Étymologie: ἐπακούω.
Greek Monolingual
ἐπακουός, -όν (Α) ακούω
1. (με γεν.) προσεκτικός, προσηλωμένος ακροατής («ἀγορῆς ἐπακουόν ἐόντα», Ησίοδ.)
2. επήκοος.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἐπᾰκουός: -όν, επιμελής, με γεν., σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾰκουός: слушающий, внемлющий (τινος Hes.).