ἐπαίσθησις: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(12) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπαίσθησις]], η (Α)<br />η διά μέσου τών αισθήσεων [[αίσθηση]], [[κατανόηση]], [[αντίληψη]]. | |mltxt=[[ἐπαίσθησις]], η (Α)<br />η διά μέσου τών αισθήσεων [[αίσθηση]], [[κατανόηση]], [[αντίληψη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπαίσθησις:''' εως ἡ восприятие, ощущение (действие) Epicur. ap. Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A perception, τὴν ἐ. τὴν ἐπί τινος ποιεῖν Epicur.Ep.1p.13U., cf. Phld.Mus.p.42K., al., Sor.2.19; τινός Epicur.Nat.125 G., Porph.Abst.1.57, 3.15.
German (Pape)
[Seite 895] ἡ, das Wahrnehmen, die Wahrnehmung, Epicur. bei D. L. 10, 52.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαίσθησις: -εως, ἡ, τὸ ἐπαισθάνεσθαι, κατανοεῖν, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 52.
Greek Monolingual
ἐπαίσθησις, η (Α)
η διά μέσου τών αισθήσεων αίσθηση, κατανόηση, αντίληψη.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαίσθησις: εως ἡ восприятие, ощущение (действие) Epicur. ap. Diog. L.