ἐπενθρῴσκω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
(4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπενθρῴσκω:''' μέλ. <i>-ενθοροῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ενέθορον</i>· [[πηδώ]] πάνω σε [[κάτι]], με δοτ., σε Αισχύλ.· ἐπ. [[ἐπί]] τινα, τινάζομαι, [[ορμώ]] πάνω σε κάποιον, όπως πάνω σε εχθρό, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐπενθρῴσκω:''' μέλ. <i>-ενθοροῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>-ενέθορον</i>· [[πηδώ]] πάνω σε [[κάτι]], με δοτ., σε Αισχύλ.· ἐπ. [[ἐπί]] τινα, τινάζομαι, [[ορμώ]] πάνω σε κάποιον, όπως πάνω σε εχθρό, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπενθρῴσκω:''' (part. aor. 2 [[ἐπενθορών]]) вскакивать, бросаться (на что-л.) (σέλμασι ναῶν Aesch.; [[ἄνω]] Soph.): ἐ. ἐπί τινα Soph. устремляться на кого-л.
}}
}}

Revision as of 20:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπενθρῴσκω Medium diacritics: ἐπενθρῴσκω Low diacritics: επενθρώσκω Capitals: ΕΠΕΝΘΡΩΣΚΩ
Transliteration A: epenthrṓiskō Transliteration B: epenthrōskō Transliteration C: epenthrosko Beta Code: e)penqrw/|skw

English (LSJ)

   A leap upon, (sc. βωμῷ) Pi.Pae.6.115; σέλμασι ναῶν A.Pers.359; ἐ. ἄνω (sc. τῇ εὐνῇ) S.Tr.917; ἐ. ἐπί τινα leap forth after or upon one, as an enemy, Id.OT469 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 ἐπενθορών;
s’élancer sur ou contre.
Étymologie: ἐπί, ἐνθρῴσκω.

English (Slater)

ἐπενθρῴσκω
   1 leap upon γέρονθ' ὅτι Πρίαμον πρὸς ἑρκεῖον ἤναρε βωμὸν ἐ[πεν]θορόντα (Pae. 6.115)

Greek Monotonic

ἐπενθρῴσκω: μέλ. -ενθοροῦμαι, αόρ. βʹ -ενέθορον· πηδώ πάνω σε κάτι, με δοτ., σε Αισχύλ.· ἐπ. ἐπί τινα, τινάζομαι, ορμώ πάνω σε κάποιον, όπως πάνω σε εχθρό, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπενθρῴσκω: (part. aor. 2 ἐπενθορών) вскакивать, бросаться (на что-л.) (σέλμασι ναῶν Aesch.; ἄνω Soph.): ἐ. ἐπί τινα Soph. устремляться на кого-л.