ἐπικήριος: Difference between revisions
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
(4) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπικήριος:''' τό, = το επόμ., σε Ηράκλειτ. [[παρά]] Λουκ. | |lsmtext='''ἐπικήριος:''' τό, = το επόμ., σε Ηράκλειτ. [[παρά]] Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπικήριος:''' Luc. = [[ἐπίκηρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, = sq., Heraclit. ap. Luc.Vit.Auct.14.
German (Pape)
[Seite 948] = Folgdm, Heraclit. bei Luc. vit. auct. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sujet à la mort, mortel, périssable.
Étymologie: ἐπί, κῆρ.
Greek Monotonic
ἐπικήριος: τό, = το επόμ., σε Ηράκλειτ. παρά Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικήριος: Luc. = ἐπίκηρος.