ἐπισπερχής: Difference between revisions
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπισπερχής:''' -ές, [[ορμητικός]], [[σφοδρός]]· επίρρ. <i>-χῶς</i>, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἐπισπερχής:''' -ές, [[ορμητικός]], [[σφοδρός]]· επίρρ. <i>-χῶς</i>, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπισπερχής:''' стремительный, поспешный, торопливый Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A hasty, hurried, μὴ ἐ. ἀλλ' ἀγαθὸς φαινέσθω Arist. Phgn.808a7, cf.807b5. Adv.-χῶς X.Cyr.4.1.3: Comp.-εστέρως Aen. Tact.26.10.
German (Pape)
[Seite 981] ές, eilig, hastig, heftig, Arist. Physiogn. 3, wo er τρίχωμα μαλακόν, τῷ σώματι συγκεκαθικὸς οὐκ ἐπισπερχές entgegengesetzt. – Adv., Xen. Cyr. 4, 1, 3; ἐπισπερχεστέρως ἐξετάζειν, strenger untersuchen, Aen. Poliorc. 26.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισπερχής: -ές, ὁρμητικός, σφοδρός, τῷ σχήματι καὶ τῷ ἤθει τῷ ἐπὶ τοῦ προσώπου μὴ ἐπισπερχὴς ἀλλ’ ἀγαθὸς φαινέσθω Ἀριστ. Φυσιογν. 3, 2. ― Ἐπίρρ. -χῶς, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 3. ― Κάθ’ Ἡσύχ., «ἐπισπερχῶς· μετὰ σπουδῆς».
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
actif, empressé.
Étymologie: ἐπισπέρχω.
Greek Monolingual
ἐπισπερχής, -ές (Α)
ορμητικός, σφοδρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -σπερχής (< σπέρχομαι «κινούμαι ορμητικά»].
Greek Monotonic
ἐπισπερχής: -ές, ορμητικός, σφοδρός· επίρρ. -χῶς, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισπερχής: стремительный, поспешный, торопливый Arst.