ἐριβρεμέτης: Difference between revisions
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐριβρεμέτης:''' -ου, ὁ, λέγεται για τον [[Δία]], αυτός που ρίχνει αστραπές, κεραυνούς, σε Ομήρ. Ιλ.· [[αὐλός]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἐριβρεμέτης:''' -ου, ὁ, λέγεται για τον [[Δία]], αυτός που ρίχνει αστραπές, κεραυνούς, σε Ομήρ. Ιλ.· [[αὐλός]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐριβρεμέτης:''' ου adj. m<br /><b class="num">1)</b> оглушительно грохочущий, гремящий ([[Ζεύς]] Hom.; ирон. [[Αἰσχύλος]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> издающий громкое рычание ([[λέων]] Pind.);<br /><b class="num">3)</b> громоподобный, звонкоголосый ([[αὐλός]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, Ep. εω, ὁ,
A loud-thundering, Ζεύς Il.13.624 ; of Aeschylus, Ar.Ra.814(hex.); Διόνυσος D.P.578, etc.; loud-roaring, λέοντες Pi.I.4(3).46 ; loud-sounding, αὐλός AP6.195 (Arch.).
German (Pape)
[Seite 1028] ὁ, der laut tosende, donnernde Zeus, Il. 13, 624 u. sp. D.; λέων, laut brüllend, Pind. I. 3, 64; Aeschylus, Ar. Ran. 814; αὐλός, laut schallend, Archi. 4 (VI, 195), u. ä. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριβρεμέτης: -ου, ὁ, ἐπὶ τοῦ Διός, ἰσχυρῶς βροντῶν, Ζεὺς Ἰλ. Ν. 624· περὶ τοῦ Αἰσχύλ., ἦ που δεινὸν ἐριβρεμέτας χόλον ἔνδοθεν ἕξει Ἀριστοφ. Βάτρ. 814· Ἰνδοὶ κῶμον ἄγουσιν ἐριβρεμέτῃ Διονύσῳ Δίον. Π. 578, κτλ.· ἰσχυρῶς βρυχώμενος, λέων Πινδ. Ι. 4. 77 (3. 64)· μεγάλως ἠχῶν, αὐλὸς Ἀνθ. Π. 6. 195.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
au bruit retentissant.
Étymologie: ἐρι-, βρέμω.
English (Autenrieth)
εω (βρέμω): loudthundering, Il. 13.624†.
Greek Monotonic
ἐριβρεμέτης: -ου, ὁ, λέγεται για τον Δία, αυτός που ρίχνει αστραπές, κεραυνούς, σε Ομήρ. Ιλ.· αὐλός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐριβρεμέτης: ου adj. m
1) оглушительно грохочущий, гремящий (Ζεύς Hom.; ирон. Αἰσχύλος Arph.);
2) издающий громкое рычание (λέων Pind.);
3) громоподобный, звонкоголосый (αὐλός Anth.).