ἐρυγγάνω: Difference between revisions

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρυγγάνω:''' = [[ἐρεύγομαι]], Λατ. eructare, [[οἶνον]] ἐρυγγ., σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐρυγγάνω:''' = [[ἐρεύγομαι]], Λατ. eructare, [[οἶνον]] ἐρυγγ., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρυγγάνω:''' (= [[ἐρεύγομαι]]) отрыгать ([[οἶνον]] Eur.; σκοροδάλμην Luc.).
}}
}}

Revision as of 20:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρυγγάνω Medium diacritics: ἐρυγγάνω Low diacritics: ερυγγάνω Capitals: ΕΡΥΓΓΑΝΩ
Transliteration A: eryngánō Transliteration B: erynganō Transliteration C: eryggano Beta Code: e)rugga/nw

English (LSJ)

Prose and Att. form of ἐρεύγομαι (A),

   A belch, Hp.Vict.3.76, Cratin.58 : c. acc., [Βάκχιον] ἐ. E.Cyc.523, cf. Eup.198 ; σκοροδάλμην Luc.Alex.39 : metaph., δάνει' ἐρυγγάνων Diph.43.21:—also in Med., c. acc., Hp.Vict.3.75.

German (Pape)

[Seite 1035] praes. u. impf. att. = ἐρεύγομαι, nach den Atticisten die Form der gewöhnlichen Sprache dafür, rülpsen, vom Aufstoßen nach dem Essen, Hippocr.; Cratin. bei Ath. VIII, 344 b u. andere comici. Auch c. acc., ἐρυγγάνω γὰρ αὐτὸν (οἶνον) ἡδέως ἐγώ, der Wein stößt mir angenehm auf, Eur. Cycl. 523; τὴν σκοροδάλμην Luc. Alex. 39; λιμῶδες καὶ αὐχμηρόν, vor Hunger u. Elend rülpsen, Alciphr. 1, 25. – Ausbrechen, Hippocr. – Uebertr., Etwas im Munde führen, schwatzen, λαλῶν τὰ ναῦλα καὶ δάνει' ἐρυγγάνων Diphil. bei Ath. VII, 292 b, vgl. Suid., gewiß eine Redensart des gemeinen Lebens. – Hippocr. braucht auch das med.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυγγάνω: κοινὸς πεζὸς καὶ Ἀττ. τύπος τοῦ ἐρεύγομαι, Ἱππ. 371. 46, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισιν» 2˙ μετὰ συστοίχ. αἰτ., οἶνον ἐρυγγ. Εὐρ. Κύκλ. 523, πρβλ. Εὔπολιν ἐν «Μαρικᾷ» 14˙ σκοροδάλμην Λουκ. Ἀλέξ. 39˙ μεταφ., δάνει’ ἐρυγγάνων Δίφιλος ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 21: ὡσαύτως ἐν τῷ Μέσ., Ἱππ. 371. 24, 38. - Περὶ τοῦ ἤρῠγον ἴδε ἐρεύγομαι.

French (Bailly abrégé)

1 roter ; vomir;
2 fig. vomir des paroles.

Greek Monolingual

ἐρυγγάνω (αττ. τ. του ἐρεύγομαι) (Α)
1. βλ. ερεύγομαι
2. μτφ. φλυαρώ, φωνάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ερεύγομαι (I)].

Greek Monotonic

ἐρυγγάνω: = ἐρεύγομαι, Λατ. eructare, οἶνον ἐρυγγ., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρυγγάνω: (= ἐρεύγομαι) отрыгать (οἶνον Eur.; σκοροδάλμην Luc.).