εὐμετάπειστος: Difference between revisions
From LSJ
ἐλευθέρα Κόρκυρα· χέζ' ὅπου θέλεις → Corfu is free; shit where you want
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐμετάπειστος:''' -ον ([[μεταπείθω]]), αυτός που εύκολα μεταπείθεται, σε Αριστ. | |lsmtext='''εὐμετάπειστος:''' -ον ([[μεταπείθω]]), αυτός που εύκολα μεταπείθεται, σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐμετάπειστος:''' легко убеждаемый, сговорчивый Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A easy to persuade, Arist.EN1151b6, Them.Or.7.98b.
German (Pape)
[Seite 1080] leicht durch Ueberredung auf eine andere Meinung zu bringen, Arist. Eth. 7, 9, 10, Ggstz δύσπειστος.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμετάπειστος: -ον, εὐκόλως μεταπειθόμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à faire changer d’avis.
Étymologie: εὖ, μεταπείθω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐμετάπειστος, -ον)
αυτός που μεταπείθεται εύκολα, που αλλάζει εύκολα γνώμη και αποφάσεις με την πειθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-πειστός (< μετα-πείθω)].
Greek Monotonic
εὐμετάπειστος: -ον (μεταπείθω), αυτός που εύκολα μεταπείθεται, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
εὐμετάπειστος: легко убеждаемый, сговорчивый Arst.