εὐκαμψία: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(15) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐκαμψία]]) [[εύκαμπτος]]<br />η [[ιδιότητα]] του εύκαμπτου, η ευλυγυσία<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ενδοτικότητα]], η [[αστάθεια]] («[[ευκαμψία]] χαρακτήρα»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[φωνή]]) [[πλαστικότητα]]. | |mltxt=η (ΑΜ [[εὐκαμψία]]) [[εύκαμπτος]]<br />η [[ιδιότητα]] του εύκαμπτου, η ευλυγυσία<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ενδοτικότητα]], η [[αστάθεια]] («[[ευκαμψία]] χαρακτήρα»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[φωνή]]) [[πλαστικότητα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐκαμψία:''' ἡ гибкость (τῆς φωνῆς Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A flexibility, of the voice, Arist.GA786b10.
German (Pape)
[Seite 1073] ἡ, Biegsamkeit, Ggstz ἀκαμψία, Arist. gen. anim. 5, 7.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκαμψία: ἡ, τὸ εὔκαμπτον, τῆς φωνῆς Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7. 26.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐκαμψία) εύκαμπτος
η ιδιότητα του εύκαμπτου, η ευλυγυσία
νεοελλ.
η ενδοτικότητα, η αστάθεια («ευκαμψία χαρακτήρα»)
αρχ.
(για φωνή) πλαστικότητα.
Russian (Dvoretsky)
εὐκαμψία: ἡ гибкость (τῆς φωνῆς Arst.).