εὐθυντής: Difference between revisions
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐθυντής:''' -οῦ, ὁ ([[εὐθύνω]]), [[κυβερνήτης]], [[άρχοντας]], σε Ευρ. | |lsmtext='''εὐθυντής:''' -οῦ, ὁ ([[εὐθύνω]]), [[κυβερνήτης]], [[άρχοντας]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐθυντής:''' οῦ ὁ Plat. = [[εὔθυνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:12, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A = εὔθυνος, Pl.Lg.945b, 945c; δῆμος εὐθυντὴς χθονός cj. Markl. for αὐθέντης, E.Supp.442.
German (Pape)
[Seite 1071] ὁ, = εὔθυνος, Plat. Legg. XII, 945 b.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθυντής: -οῦ, ὁ = εὔθυνος, Πλάτ. Νομ. 945Β, C· δῆμος εὐθυντὴς χθονός, ἐκ διορθώσεως τοῦ Markl. ἐν Εὐρ. Ἱκ. 440 (ἀντὶ αὐθέντης).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
vérificateur des comptes.
Étymologie: εὐθύνω.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
εὐθυντής: -οῦ, ὁ (εὐθύνω), κυβερνήτης, άρχοντας, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
εὐθυντής: οῦ ὁ Plat. = εὔθυνος.