εὐθηλής: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐθηλής:''' Δωρ. -θᾱλής, -ές ([[θηλή]]), αυτός που έχει θηλάσει ικανοποιητικά, [[καλοθρεμμένος]], [[καλά]] ανεπτυγμένος, σε Ευρ., Αριστοφ.
|lsmtext='''εὐθηλής:''' Δωρ. -θᾱλής, -ές ([[θηλή]]), αυτός που έχει θηλάσει ικανοποιητικά, [[καλοθρεμμένος]], [[καλά]] ανεπτυγμένος, σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐθηλής:''' = [[εὐθαλής]] II.
}}
}}

Revision as of 21:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθηλής Medium diacritics: εὐθηλής Low diacritics: ευθηλής Capitals: ΕΥΘΗΛΗΣ
Transliteration A: euthēlḗs Transliteration B: euthēlēs Transliteration C: efthilis Beta Code: eu)qhlh/s

English (LSJ)

ές,

   A v. εὐθᾱλής.

German (Pape)

[Seite 1068] ές, dasselbe, reichlich, üppig, in dor. Form εὐθαλὴς τύχη Pind. P. 9, 72; καρποί Ar. Av. 1062; φύλλα Anyte 6 (IX, 313); πλάτανος Philip. 64 (IX, 247). S. auch εὐθαλής.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθηλής: -ές, (θηλή) καλῶς θηλάσας, «καλοθρεμμένος», ἴδε εὐθᾱλής.

Greek Monolingual

εὐθηλής, -ές (Α)
βλ. ευθαλής (II).

Greek Monotonic

εὐθηλής: Δωρ. -θᾱλής, -ές (θηλή), αυτός που έχει θηλάσει ικανοποιητικά, καλοθρεμμένος, καλά ανεπτυγμένος, σε Ευρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

εὐθηλής: = εὐθαλής II.