εὐόριστος: Difference between revisions
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
(15) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐόριστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τηρείται εύκολα [[μέσα]] σε όρια («ἡ ἀτμὶς ὑγρὸν καὶ ψυχρόν, εὐόριστον μὲν γὰρ ὡς ψυχρόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να οριστεί εύκολα, να καθοριστεί εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[οριστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ορίζω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ακαθ</i>-<i>όριστος</i>, <i>α</i>-<i>όριστος</i>]. | |mltxt=[[εὐόριστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που τηρείται εύκολα [[μέσα]] σε όρια («ἡ ἀτμὶς ὑγρὸν καὶ ψυχρόν, εὐόριστον μὲν γὰρ ὡς ψυχρόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να οριστεί εύκολα, να καθοριστεί εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[οριστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ορίζω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ακαθ</i>-<i>όριστος</i>, <i>α</i>-<i>όριστος</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐόριστος:''' <b class="num">1)</b> легко ограничиваемый, без труда вводимый в пределы Arst.;<br /><b class="num">2)</b> легко определимый Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A easily bounded or limited, Arist.Mete.360a23; τὸ εὐ., opp. τὸ δυσόριστον, ib.378b24, GC329b31; μέτρον ἀριθμῷ οὐκ εὐ. Herod. Med. ap. Orib.6.25.4.
German (Pape)
[Seite 1085] leicht zu begränzen, zu definiren, Arist. metaph. 9, 6; leicht, schwach begränzt, Meteor. 2, 4.
Greek (Liddell-Scott)
εὐόριστος: -ον, ὃν εὐκόλως τηρεῖ τις ἐντὸς ὁρίων, ἡ ἀτμὶς ὑγρὸν καὶ ψυχρόν· εὐόριστον μὲν ὡς ὑγρὸν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 6· τὸ εὐόρ., ἀντίθετον τῷ τὸ δυσόριστον, αὐτόθι 4. 1, 2, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 6, 3. - Κατὰ τὸν Ζωναρᾶν σ. 917: «εὐόριστον τὸ ψηλαφώμενον καὶ φθειρόμενον, οἷον ὁ ἄρτος καὶ τὰ ὅμοια».
Greek Monolingual
εὐόριστος, -ον (Α)
1. αυτός που τηρείται εύκολα μέσα σε όρια («ἡ ἀτμὶς ὑγρὸν καὶ ψυχρόν, εὐόριστον μὲν γὰρ ὡς ψυχρόν», Αριστοτ.)
2. αυτός που μπορεί να οριστεί εύκολα, να καθοριστεί εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οριστός (< ορίζω), πρβλ. ακαθ-όριστος, α-όριστος].
Russian (Dvoretsky)
εὐόριστος: 1) легко ограничиваемый, без труда вводимый в пределы Arst.;
2) легко определимый Arst.