ἠλιτοεργός: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠλῐτοεργός:''' -όν ([[ἤλιτον]], [[ἔργον]]), αυτός που αποτυγχάνει στην [[επίτευξη]] του έργου του, αυτός που δεν κατορθώνει το στόχο του, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἠλῐτοεργός:''' -όν ([[ἤλιτον]], [[ἔργον]]), αυτός που αποτυγχάνει στην [[επίτευξη]] του έργου του, αυτός που δεν κατορθώνει το στόχο του, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἠλῐτοεργός:''' потерпевший неудачу, неудачливый Anth.
}}
}}