θανάτωσις: Difference between revisions
ταῦτα δηλώσω αὐτός τε νοσήσας καὶ αὐτὸς ἰδὼν ἄλλους πάσχοντας → I shall describe those symptoms, since I myself had the disease and witnessed as well what others were suffering
(4) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θᾰνάτωσις:''' -εως, ἡ, [[θανάτωση]], [[φόνος]], σε Θουκ. | |lsmtext='''θᾰνάτωσις:''' -εως, ἡ, [[θανάτωση]], [[φόνος]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θᾰνάτωσις:''' εως (νᾰ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> предание смерти, казнь Thuc.;<br /><b class="num">2)</b> осуждение на смерть, смертный приговор Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A putting to death, Th.5.9; καταδίκαι καὶ -σεις πολιτῶν Plu.2.291c.
German (Pape)
[Seite 1186] ἡ, das Tödten, das Aussprechen des Todesurtheils u. die Hinrichtung, Thuc. 5, 9; ἐν καταδίκαις καὶ θανατώσεσι πολιτῶν Plut. qu. Rom. 113.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰνάτωσις: -εως, ἡ, θανάτωμα, φόνος, ἄνευ ἀνδραποδισμοῦ ἢ θανατώσεως Θουκ. 5. 9. II. καταδίκη εἰς θάνατον, ἐπιβολὴ θανατικῆς ποινῆς, ἐν καταδίκαις καὶ θανατώσεσι πολιτῶν Πλούτ. 2. 291C.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 condamnation à mort;
2 exécution capitale.
Étymologie: θανατόω.
Greek Monotonic
θᾰνάτωσις: -εως, ἡ, θανάτωση, φόνος, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
θᾰνάτωσις: εως (νᾰ) ἡ
1) предание смерти, казнь Thuc.;
2) осуждение на смерть, смертный приговор Plut.