θέλγητρον: Difference between revisions

From LSJ

τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θέλγητρον:''' τό ([[θέλγω]]), [[φυλακτό]] ή [[ξόρκι]], σε Ευρ., Λουκ.
|lsmtext='''θέλγητρον:''' τό ([[θέλγω]]), [[φυλακτό]] ή [[ξόρκι]], σε Ευρ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''θέλγητρον:''' τό чары, очарование (ὕπνου Eur.): θέλγητρα ἔχειν πρός τινα Luc. очаровывать кого-л.
}}
}}

Revision as of 21:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέλγητρον Medium diacritics: θέλγητρον Low diacritics: θέλγητρον Capitals: ΘΕΛΓΗΤΡΟΝ
Transliteration A: thélgētron Transliteration B: thelgētron Transliteration C: thelgitron Beta Code: qe/lghtron

English (LSJ)

τό, (θέλγω)

   A charm, spell, in pl., Hld.7.9: more usu. metaph., ὦ φίλον ὕπνου θ. E.Or.211; πόθων θέλγητρα Ath.5.22of; of music, Luc.Im.14; of a city, Id.Scyth.5; cf. θέλκτρον.

German (Pape)

[Seite 1192] τό, Bezauberung, Beschwichtigung, Ergötzung; ὦ φίλον ὕπνου θ. Eur. Or. 211; πόθων θέλγητρα Ath.V, 220 f; Luc. Scyth. 5; Phot. erkl. τὸ εἰς ἡδονὴν ἄγον. Auch das Zaubermittel, Hel. 7, 9.

Greek (Liddell-Scott)

θέλγητρον: τό, (θέλγω) πᾶν ὅ,τι θέλγει, μαγεύει, ὦ φίλον ὕπνου θ. Εὐρ. Ὀρ. 211˙ πόθων θέλγητρα Ἀθήν. 220F˙ ἐπὶ τῆς μουσικῆς, Λουκ. Εἰκόν. 14˙ πρβλ. θέλκτρον. 2) μαγικὸν μέσον, φίλτρον, Ἡλιόδ. 7, 9.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
soulagement, douceur qui charme.
Étymologie: θέλγω.

English (Slater)

θέλγητρον
   1 attraction θέλγητρ' ἁδονᾶς fr. 278 ad fr. 223.

Greek Monotonic

θέλγητρον: τό (θέλγω), φυλακτό ή ξόρκι, σε Ευρ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

θέλγητρον: τό чары, очарование (ὕπνου Eur.): θέλγητρα ἔχειν πρός τινα Luc. очаровывать кого-л.