θινώδης: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
(17) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θινώδης]], -ες (Α) [[θις]]<br /><b>1.</b> [[αμμώδης]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στην άμμο («θινῶδες [[ἄγκιστρον]]» — [[άγκυρα]] στην άμμο). | |mltxt=[[θινώδης]], -ες (Α) [[θις]]<br /><b>1.</b> [[αμμώδης]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στην άμμο («θινῶδες [[ἄγκιστρον]]» — [[άγκυρα]] στην άμμο). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θῑνώδης:''' <b class="num">1)</b> песчаный ([[τόπος]] ἐπὶ θαλάσσης Plut.);<br /><b class="num">2)</b> находящийся на песке, брошенный на песок ([[ἄγκιστρον]] ἀγκύρας Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A like a sandy beach, sandy, Str.8.3.14; θ. ἄγκιστρον an anchor on the sand, Trag.Adesp.379.
German (Pape)
[Seite 1212] ες, dünenartig, sandig; αἰγιαλός Strab. VIII, 344; τόπος ἐπὶ θαλάσσης Plut. Flam. 20; θινῶδες ὡς ἄγκιστρον ἀγκύρας σάλῳ, poet. bei Plut. de virt. mor. 6, wie der Anker im Sande nicht festhaftet.
Greek (Liddell-Scott)
θῑνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἀμμώδει ἀκτῇ, ἀμμώδης, Στράβ. 344· θινῶδες ἄγκιστρον, ἄγκυρα ἐν τῇ ἄμμῳ, Τραγ. παρὰ Πλουτ. 2. 446Α.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
couvert de sable, de dunes.
Étymologie: θίς, -ωδης.
Greek Monolingual
θινώδης, -ες (Α) θις
1. αμμώδης
2. αυτός που βρίσκεται στην άμμο («θινῶδες ἄγκιστρον» — άγκυρα στην άμμο).
Russian (Dvoretsky)
θῑνώδης: 1) песчаный (τόπος ἐπὶ θαλάσσης Plut.);
2) находящийся на песке, брошенный на песок (ἄγκιστρον ἀγκύρας Plut.).