Θερσίτης: Difference between revisions

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
(4)
(2b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Θερσίτης:''' -ου, ὁ, [[Θερσίτης]], δηλ. ο Αυθάδης (από το [[θέρσος]], Αιολ. αντί [[θάρσος]]), σε Όμηρ.
|lsmtext='''Θερσίτης:''' -ου, ὁ, [[Θερσίτης]], δηλ. ο Αυθάδης (από το [[θέρσος]], Αιολ. αντί [[θάρσος]]), σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''Θερσίτης:''' ου (ῑ) ὁ Терсит (греч. воин - но Hom., [[αἴσχιστος]], [[φολκός]], χωλὸς ἕτερον [[πόδα]], φοξὸς κεφαλήν и т. п. - смело обличивший Агамемнона в своекорыстии и безграничной жадности и призывавший ахейцев прекратить войну против Трои) Hom., Soph., Arst.
}}
}}

Revision as of 21:52, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

Θερσίτης: ῑ, ου, ὁ, δηλ. ὁ αὐθάδης (θέρσος ἀναφέρεται ὡς Αἰολ. ἀντὶ θάρσος ἐν Α. Β. 1190, Ἐτυμολ. Μ. 447), Ὅμ. Ἰλ. Β. 212, 271.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Thersite.

English (Autenrieth)

Thersītes, the ugliest Greek before Troy, and a brawler (as his name indicates), Il. 2.212 ff.

Greek Monotonic

Θερσίτης: -ου, ὁ, Θερσίτης, δηλ. ο Αυθάδης (από το θέρσος, Αιολ. αντί θάρσος), σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

Θερσίτης: ου (ῑ) ὁ Терсит (греч. воин - но Hom., αἴσχιστος, φολκός, χωλὸς ἕτερον πόδα, φοξὸς κεφαλήν и т. п. - смело обличивший Агамемнона в своекорыстии и безграничной жадности и призывавший ахейцев прекратить войну против Трои) Hom., Soph., Arst.