θρασυμήχανος: Difference between revisions
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θρᾰσυμήχᾰνος:''' Δωρ. -μάχανος, -ον ([[μηχανή]])· [[τολμηρός]] στις επινοήσεις, στο να μηχανεύεται, εφευρίσκει, αυτός που σχεδιάζει με τολμηρό τρόπο, σε Πίνδ. | |lsmtext='''θρᾰσυμήχᾰνος:''' Δωρ. -μάχανος, -ον ([[μηχανή]])· [[τολμηρός]] στις επινοήσεις, στο να μηχανεύεται, εφευρίσκει, αυτός που σχεδιάζει με τολμηρό τρόπο, σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θρᾰσῠμήχᾰνος:''' дор. [[θρασυμάχανος|θρᾰσῠμάχᾰνος]] 2 составляющий смелые планы, принимающий отважные решения, предприимчивый, решительный ([[Ἡρακλέης]] Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:52, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. θρασυ-μάχᾰνος [μᾱ], ον,
A bold in contriving, daring in design, Ἡρακλέης Pi.O.6.67; λέοντες Id.N.4.62.
German (Pape)
[Seite 1216] von kühnen Plänen, Unternehmungen; Herakles, dor. -μάχανος, Pind. Ol. 6, 67; von Löwen, N. 4, 62.
Greek (Liddell-Scott)
θρᾰσυμήχᾰνος: Δωρ. -μάχανος, ον, τολμηρὸς ἐν τῷ σχεδιάζειν ἢ μηχανᾶσθαι, Ἡρακλέης Πίνδ. Ο. 6. 114∙ λέοντες ὁ αὐτ. Ν. 4. 101.
Greek Monolingual
θρασυμήχανος και δωρ. τύπος θρασυμάχανος, -ον (Α)
αυτός που επινοεί τολμηρά σχέδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -μήχανος (< μηχανή), πρβλ. α-μήχανος, πολυ-μήχανος].
Greek Monotonic
θρᾰσυμήχᾰνος: Δωρ. -μάχανος, -ον (μηχανή)· τολμηρός στις επινοήσεις, στο να μηχανεύεται, εφευρίσκει, αυτός που σχεδιάζει με τολμηρό τρόπο, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
θρᾰσῠμήχᾰνος: дор. θρᾰσῠμάχᾰνος 2 составляющий смелые планы, принимающий отважные решения, предприимчивый, решительный (Ἡρακλέης Pind.).