κακολογικός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(18)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κακολογικός]], -ή, -όν) [[κακολογία]]<br />αυτός που αναφέρεται στην [[κακολογία]], [[υβριστικός]], [[ονειδιστικός]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κακολογικός]], -ή, -όν) [[κακολογία]]<br />αυτός που αναφέρεται στην [[κακολογία]], [[υβριστικός]], [[ονειδιστικός]].
}}
{{elru
|elrutext='''κακολογικός:''' порицательный, обвинительный (sc. [[λόγος]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 22:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκολογικός Medium diacritics: κακολογικός Low diacritics: κακολογικός Capitals: ΚΑΚΟΛΟΓΙΚΟΣ
Transliteration A: kakologikós Transliteration B: kakologikos Transliteration C: kakologikos Beta Code: kakologiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A vituperative, τὸ κ. Arist.Rh.Al.1440b5.

German (Pape)

[Seite 1300] ή, όν, der gern übel von Jem. spricht, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

κακολογικός: -ή, -όν, ὀνειδιστικός, ψεκτικός, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλ. 36, 1, Εὐστ. Πονημάτ. 46. 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κακολογικός, -ή, -όν) κακολογία
αυτός που αναφέρεται στην κακολογία, υβριστικός, ονειδιστικός.

Russian (Dvoretsky)

κακολογικός: порицательный, обвинительный (sc. λόγος Arst.).